Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τζέντλεμαν < αγγλική gentleman

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τζέντλεμαν αρσενικό άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία