τεχνολογημένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίατεχνολογημένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του τεχνολογημένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του τεχνολογημένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τεχνολογημένος