τετραπλασιασμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίατετραπλασιασμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του τετραπλασιασμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του τετραπλασιασμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τετραπλασιασμένος