τελετουργώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τελετουργώ < ελληνιστική κοινή τελετουργέω / τελετουργῶ < αρχαία ελληνική τελετή + ἔργον
Ρήμα
επεξεργασίατελετουργώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τελετουργώ | τελετουργούσα | θα τελετουργώ | να τελετουργώ | τελετουργώντας | |
β' ενικ. | τελετουργείς | τελετουργούσες | θα τελετουργείς | να τελετουργείς | (τελετούργει) | |
γ' ενικ. | τελετουργεί | τελετουργούσε | θα τελετουργεί | να τελετουργεί | ||
α' πληθ. | τελετουργούμε | τελετουργούσαμε | θα τελετουργούμε | να τελετουργούμε | ||
β' πληθ. | τελετουργείτε | τελετουργούσατε | θα τελετουργείτε | να τελετουργείτε | τελετουργείτε | |
γ' πληθ. | τελετουργούν(ε) | τελετουργούσαν(ε) | θα τελετουργούν(ε) | να τελετουργούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τελετούργησα | θα τελετουργήσω | να τελετουργήσω | τελετουργήσει | ||
β' ενικ. | τελετούργησες | θα τελετουργήσεις | να τελετουργήσεις | τελετούργησε | ||
γ' ενικ. | τελετούργησε | θα τελετουργήσει | να τελετουργήσει | |||
α' πληθ. | τελετουργήσαμε | θα τελετουργήσουμε | να τελετουργήσουμε | |||
β' πληθ. | τελετουργήσατε | θα τελετουργήσετε | να τελετουργήσετε | τελετουργήστε | ||
γ' πληθ. | τελετούργησαν τελετουργήσαν(ε) |
θα τελετουργήσουν(ε) | να τελετουργήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τελετουργήσει | είχα τελετουργήσει | θα έχω τελετουργήσει | να έχω τελετουργήσει | ||
β' ενικ. | έχεις τελετουργήσει | είχες τελετουργήσει | θα έχεις τελετουργήσει | να έχεις τελετουργήσει | ||
γ' ενικ. | έχει τελετουργήσει | είχε τελετουργήσει | θα έχει τελετουργήσει | να έχει τελετουργήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τελετουργήσει | είχαμε τελετουργήσει | θα έχουμε τελετουργήσει | να έχουμε τελετουργήσει | ||
β' πληθ. | έχετε τελετουργήσει | είχατε τελετουργήσει | θα έχετε τελετουργήσει | να έχετε τελετουργήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τελετουργήσει | είχαν τελετουργήσει | θα έχουν τελετουργήσει | να έχουν τελετουργήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία τελετουργώ
|