ταχυπορημένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαταχυπορημένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ταχυπορημένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ταχυπορημένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ταχυπορημένος