Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταξιόω < τάξις < τάσσω

  Ρήμα επεξεργασία

ταξιόω - ταξιῶ (συνηρημένο)

  1. βάζω κάτι σε τάξη,
  2. τακτοποιώ σε τάξη

Συνώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • το ρήμα ταξιόω παρατηρείται ελλιπές, συναντάται στον Πίνδαρο (Ολυμπιονίκαι 9, 118