ταξιόω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ταξιόω - ταξιῶ (συνηρημένο)
- βάζω κάτι σε τάξη,
- τακτοποιώ σε τάξη
Συνώνυμα επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Σημειώσεις επεξεργασία
- το ρήμα ταξιόω παρατηρείται ελλιπές, συναντάται στον Πίνδαρο (Ολυμπιονίκαι 9, 118