ταμιακά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
ταμιακά < ταμιακός
Επίρρημα επεξεργασία
ταμιακά και ταμιακώς
- από ταμιακή άποψη
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταμιακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ταμιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ταμιακό