τίτσιρος
![]() |
Αναθεώρηση : Μπορούμε να επιβεβαιώσουμε την ετυμολογία; Δείτε και τη λέξη τσίτσιδος . |
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τίτσιρος < αρχαία ελληνική τίτθη (θηλή, μαστίδιον) + σύρω
ΕπίθετοΕπεξεργασία
τίτσιρος, -η, -ο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
τίτσιρος
→ δείτε τη λέξη γυμνός |