τέμενος αἰθέρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίατέμενος αἰθέρος
- (λογοτεχνικό, μεταφορικά) ο αέρας
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 365 (364-366)
- εὖτ᾽ ἂν φλέγων ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα | λήξῃ, κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ, | τάξαι νεῶν στῖφος μὲν ἐν στοίχοις τρισίν,
- Σαν παύσουν να φλογίζουνε του ήλιου οι αχτίνες | τη γη, κι απλώσει το σκοτάδι στον αιθέρα, | σε τρεις σειρές να τάξουν τα πολλά καράβια,
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- εὖτ᾽ ἂν φλέγων ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα | λήξῃ, κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ, | τάξαι νεῶν στῖφος μὲν ἐν στοίχοις τρισίν,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 365 (364-366)
Πηγές
επεξεργασία- τέμενος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.