τέμενος Νείλοιο
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίατέμενος Νείλοιο
- (λογοτεχνικό, μεταφορικά) η ιερή κοιλάδα του Νείλου
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 4. Ἀρκεσιλάῳ Κυρηναίῳ ἅρματι, 57 (4.56-4.57)
- Πύθιον ναὸν καταβάντα χρόνῳ | ὑστέρῳ, νάεσσι πολεῖς ἀγαγὲν Νείλοιο πρὸς πῖον τέμενος Κρονίδα.»
- όταν αργότερα θα μπει στον πυθικό ναό, | να οδηγήσει με καράβια άντρες πολλούς στον Νείλο, το πλούσιο τέμενος του γιου του Κρόνου».
- Μετάφραση (1994), Γιάννης Οικονομίδης, @greek‑language.gr
- Πύθιον ναὸν καταβάντα χρόνῳ | ὑστέρῳ, νάεσσι πολεῖς ἀγαγὲν Νείλοιο πρὸς πῖον τέμενος Κρονίδα.»
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Πίνδαροςw, Πυθιονίκαις, 4. Ἀρκεσιλάῳ Κυρηναίῳ ἅρματι, 57 (4.56-4.57)
Πηγές
επεξεργασία- τέμενος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τέμενος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.