τέγγω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
τέγγω
- υγραίνω, μουσκεύω, χύνω δάκρυα
- ※ «ῥεῖθροις δακρύων περιτέγγω τούς ὀφθαλμούς» (Άννα Κομνηνή «Αλεξιάς»)
Παράγωγα επεξεργασία
- τέγξις, ύγρανση
- τεγκτός, ο δεκτικός βρεξίματος
- άτεγκτος, ο μη δεκτικός βρεξίματος και μετφ. σκληρός, απηνής