Ετυμολογία

επεξεργασία
σύνοιδα < σύν- + οἴδα

σύνοιδα

  1. ξέρω καλά ότι, έχω γνώση
  2. συναισθάνομαι κάτι ενδόμυχα, αναγνωρίζω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Διαφορετικά τα συνεῖδον (< συνοράω) & συνοιδέω, συνοιδάω (φουσκώνω μαζί).