σωπασμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
σωπασμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του σωπασμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του σωπασμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σωπασμένος
σωπασμένων