Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σχολικός τροχονόμος < → δείτε τις λέξεις σχολικός και τροχονόμος

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

σχολικός τροχονόμος αρσενικό (θηλυκό σχολική τροχονόμος)

  • υπάλληλος ή εθελοντής που επιβλέπει την ασφαλή διάβαση δρόμων με τροχαία κυκλοφορία από παιδιά που πηγαίνουν στο σχολείο τους

  Μεταφράσεις επεξεργασία