σχοινίο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σχοινίο < αρχαία ελληνική σχοινίον, υποκοριστικό του σχοῖνος
Ουσιαστικό
επεξεργασίασχοινίο ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) άλλη μορφή του σχοινί
Μεταφράσεις
επεξεργασία σχοινίο
|
σχοινίο ουδέτερο
|