συσφιγμένων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
συσφιγμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του συσφιγμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του συσφιγμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του συσφιγμένος
συσφιγμένων