Δείτε επίσης: συστοιχῶ, συστοιχίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συστοιχώ < (ελληνιστική κοινήσυστοιχέω / συστοιχῶ < αρχαία ελληνική σύστοιχος < σύν + στοῖχος < στείχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steygʰ- (περπατώ)

  Ρήμα επεξεργασία

συστοιχώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία