συστοιχώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συστοιχώ < (ελληνιστική κοινή) συστοιχέω / συστοιχῶ < αρχαία ελληνική σύστοιχος < σύν + στοῖχος < στείχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steygʰ- (περπατώ)
Ρήμα
επεξεργασίασυστοιχώ
- είμαι σύστοιχος (με κάτι)
- Η πρόσφατη ξαφνική απαίτηση των άξεστων μανδαρίνων για 50 δισ. από την κρατική περιουσία ώς το 2015, συστοιχεί πλήρως με τη λογική του «Μνημονίου». (Χρῆστος Γιανναρᾶς, Τα «ιστορικά στελέχη», 21 Φεβρουαρίου 2011
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη στοίχος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συστοιχώ | συστοιχούσα | θα συστοιχώ | να συστοιχώ | συστοιχώντας | |
β' ενικ. | συστοιχείς | συστοιχούσες | θα συστοιχείς | να συστοιχείς | (συστοίχει) | |
γ' ενικ. | συστοιχεί | συστοιχούσε | θα συστοιχεί | να συστοιχεί | ||
α' πληθ. | συστοιχούμε | συστοιχούσαμε | θα συστοιχούμε | να συστοιχούμε | ||
β' πληθ. | συστοιχείτε | συστοιχούσατε | θα συστοιχείτε | να συστοιχείτε | συστοιχείτε | |
γ' πληθ. | συστοιχούν(ε) | συστοιχούσαν(ε) | θα συστοιχούν(ε) | να συστοιχούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συστοίχησα | θα συστοιχήσω | να συστοιχήσω | συστοιχήσει | ||
β' ενικ. | συστοίχησες | θα συστοιχήσεις | να συστοιχήσεις | συστοίχησε | ||
γ' ενικ. | συστοίχησε | θα συστοιχήσει | να συστοιχήσει | |||
α' πληθ. | συστοιχήσαμε | θα συστοιχήσουμε | να συστοιχήσουμε | |||
β' πληθ. | συστοιχήσατε | θα συστοιχήσετε | να συστοιχήσετε | συστοιχήστε | ||
γ' πληθ. | συστοίχησαν συστοιχήσαν(ε) |
θα συστοιχήσουν(ε) | να συστοιχήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συστοιχήσει | είχα συστοιχήσει | θα έχω συστοιχήσει | να έχω συστοιχήσει | ||
β' ενικ. | έχεις συστοιχήσει | είχες συστοιχήσει | θα έχεις συστοιχήσει | να έχεις συστοιχήσει | ||
γ' ενικ. | έχει συστοιχήσει | είχε συστοιχήσει | θα έχει συστοιχήσει | να έχει συστοιχήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συστοιχήσει | είχαμε συστοιχήσει | θα έχουμε συστοιχήσει | να έχουμε συστοιχήσει | ||
β' πληθ. | έχετε συστοιχήσει | είχατε συστοιχήσει | θα έχετε συστοιχήσει | να έχετε συστοιχήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συστοιχήσει | είχαν συστοιχήσει | θα έχουν συστοιχήσει | να έχουν συστοιχήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία συστοιχώ
|