συνωμοτικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνωμοτικά < συνωμοτικός
Επίρρημα επεξεργασία
συνωμοτικά
- με συνωμοτικό τρόπο
- του έκλεισε συνωμοτικά το μάτι
- πολύ συνωμοτικά φέρεται, κάτι θα ετοιμάζει
Μεταφράσεις επεξεργασία
συνωμοτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
συνωμοτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συνωμοτικό