Ετυμολογία

επεξεργασία
συνωμοτικά < συνωμοτικός

  Επίρρημα

επεξεργασία

συνωμοτικά

του έκλεισε συνωμοτικά το μάτι
πολύ συνωμοτικά φέρεται, κάτι θα ετοιμάζει

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

συνωμοτικά