Ετυμολογία

επεξεργασία
συντηρητικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα συντηρητικῶς < (ελληνιστική κοινήσυντηρητρικός. Συγχρονικά αναλύεται σε συντηρητικ(ός) + -ώς.

  Επίρρημα

επεξεργασία

συντηρητικώς

  • συντηρητικός (& συντηρητικά, -ώς [1814]) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)