Ετυμολογία

επεξεργασία
συνευθύνομαι < ελληνιστική κοινή συνευθύνομαι, παθητική φωνή του ρήματος συνευθύνω[1] < αρχαία ελληνική εὐθύνω < εὐθύς

συνευθύνομαι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. συνευθύνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  • συνευθύνομαιΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • συνευθύνομαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)