συνεργασμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίασυνεργασμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του συνεργασμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του συνεργασμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του συνεργασμένος