συνεισπράττω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνεισπράττω < αρχαία ελληνική συνεισπράττω / συνεισπράσσω < εἰσπράττω < πράττω
Ρήμα
επεξεργασίασυνεισπράττω (παθητική φωνή: συνεισπράττομαι)
- (σπάνιο) εισπράττω από κοινού με κάποιον άλλον
Συγγενικά
επεξεργασία- συνεισπράξιμος
- συνεισπραττόμενος
- → δείτε τις λέξεις εισπράττω και πράττω
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συνεισπράττω
|
Πηγές
επεξεργασία- συνεισπράττω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)