συνεισπράττομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασυνεισπράττομαι
- (σπάνιο) παθητική φωνή του ρήματος συνεισπράττω
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συνεισπράττομαι
|
Πηγές
επεξεργασία- συνεισπράττομαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)