Ετυμολογία

επεξεργασία
συναγείρω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συναγείρω[1]

συναγείρω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία