Ετυμολογία

επεξεργασία
συμποσούμαι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική συμποσοῦμαι < ελληνιστική κοινή συμποσόω (λογαριάζω μαζί, συνυπολογίζω)

συμποσούμαι (αποθετικό ρήμα) (μόνο στον ενεστώτα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία