Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμβασιοποιούμαι < (αρχαία ελληνική, 'καθαρεύουσα') σύμβασι(ς) (σύμβαση) + ποιούμαι

  Ρήμα επεξεργασία

συμβασιοποιούμαι

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία