συμβασιοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμβασιοποιούμαι < (αρχαία ελληνική, 'καθαρεύουσα') σύμβασι(ς) (σύμβαση) + ποιούμαι
Ρήμα
επεξεργασίασυμβασιοποιούμαι
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συμβασιοποιούμαι | συμβασιοποιούμουν | θα συμβασιοποιούμαι | να συμβασιοποιούμαι | ||
β' ενικ. | συμβασιοποιείσαι | συμβασιοποιούσουν | θα συμβασιοποιείσαι | να συμβασιοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | συμβασιοποιείται | συμβασιοποιούνταν | θα συμβασιοποιείται | να συμβασιοποιείται | ||
α' πληθ. | συμβασιοποιούμαστε | συμβασιοποιούμασταν συμβασιοποιούμαστε |
θα συμβασιοποιούμαστε | να συμβασιοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | συμβασιοποιείστε | συμβασιοποιούσασταν συμβασιοποιούσαστε |
θα συμβασιοποιείστε | να συμβασιοποιείστε | συμβασιοποιείστε | |
γ' πληθ. | συμβασιοποιούνται | συμβασιοποιούνταν | θα συμβασιοποιούνται | να συμβασιοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συμβασιοποιήθηκα | θα συμβασιοποιηθώ | να συμβασιοποιηθώ | συμβασιοποιηθεί | ||
β' ενικ. | συμβασιοποιήθηκες | θα συμβασιοποιηθείς | να συμβασιοποιηθείς | συμβασιοποιήσου | ||
γ' ενικ. | συμβασιοποιήθηκε | θα συμβασιοποιηθεί | να συμβασιοποιηθεί | |||
α' πληθ. | συμβασιοποιηθήκαμε | θα συμβασιοποιηθούμε | να συμβασιοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | συμβασιοποιηθήκατε | θα συμβασιοποιηθείτε | να συμβασιοποιηθείτε | συμβασιοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | συμβασιοποιήθηκαν συμβασιοποιηθήκαν(ε) |
θα συμβασιοποιηθούν(ε) | να συμβασιοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συμβασιοποιηθεί | είχα συμβασιοποιηθεί | θα έχω συμβασιοποιηθεί | να έχω συμβασιοποιηθεί | συμβασιοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις συμβασιοποιηθεί | είχες συμβασιοποιηθεί | θα έχεις συμβασιοποιηθεί | να έχεις συμβασιοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει συμβασιοποιηθεί | είχε συμβασιοποιηθεί | θα έχει συμβασιοποιηθεί | να έχει συμβασιοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συμβασιοποιηθεί | είχαμε συμβασιοποιηθεί | θα έχουμε συμβασιοποιηθεί | να έχουμε συμβασιοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε συμβασιοποιηθεί | είχατε συμβασιοποιηθεί | θα έχετε συμβασιοποιηθεί | να έχετε συμβασιοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συμβασιοποιηθεί | είχαν συμβασιοποιηθεί | θα έχουν συμβασιοποιηθεί | να έχουν συμβασιοποιηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμβασιοποιούμαι
|