συλλογικά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
συλλογικά < συλλογικός
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
συλλογικά
- με συλλογικό τρόπο
- οι αποφάσεις λήφθηκαν συλλογικά
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
συλλογικά
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
συλλογικά
- συλλογικό, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού