συγκεντρωτικώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκεντρωτικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα συγκεντρωτικῶς (μαρτυρείται από το 1889).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε συγκεντρωτικ(ός) + -ώς.
Επίρρημα
επεξεργασίασυγκεντρωτικώς
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 939, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία- συγκεντρωτικός (συγκεντρωτικά & -ώς) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)