στωικότερων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
στωικότερων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του στωικότερος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του στωικότερος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του στωικότερος
στωικότερων