Ετυμολογία

επεξεργασία
στρας < (λόγιο δάνειο) γαλλική strass[1] < από το όνομα του Αυστριακού κοσμηματοποιού Strasser

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στρας ουδέτερο άκλιτο

  1. κομμάτι από γυαλί εμποτισμένο με μόλυβδο, που χρησιμοποιείται στην κοσμηματοποιία για απομίμηση πολύτιμων λίθων
  2. (συνεκδοχικά) κόσμημα που αποτελείται κυρίως από τέτοιο υλικό
  3. (μεταφορικά) χαρακτηρισμός για κάτι φανταχτερό, συνήθως και ευτελές

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία