στομαχιάρικων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαστομαχιάρικων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του στομαχιάρικος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του στομαχιάρικος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του στομαχιάρικος