στιπλ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στιπλ < αγγλική steeplechase < steeple + chase
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
στιπλ άκλιτο
- (αθλητισμός) αγώνισμα του στίβου κατά το οποίο οι αθλητές διανύουν τρέχοντας μια απόσταση (συνήθως 3.000 μέτρα) περνώντας πάνω από τεχνητά εμπόδια ή τεχνητές λιμνούλες
Μεταφράσεις επεξεργασία
στιπλ