στιμέρνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στιμέρνω < μεσαιωνική ελληνική στιμ(άρω) + -έρνω
Ρήμα
επεξεργασίαστιμέρνω
- (ιδιωματικό) παράλληλος τύπος του στιμάρω: εκτιμώ, υπολογίζω, μετράω
- ⮡ Στιμέρνω πως θα το πλέρωσες κιας εκατό φράγκα.
- ※ Τον παρά να τον στιμέρνετε, γιατί ο αναγκεμένος είναι το κλοτσοσκούφι ολουνών… και να πέσει σ' άσπλαχνα χέρια. (Διδώ Σωτηρίου (1962), Ματωμένα Χώματα [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις
επεξεργασία στιμέρνω
|