στιγμιαίος καφές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στιγμιαίος καφές → δείτε τις λέξεις στιγμιαίος και καφές
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
στιγμιαίος καφές αρσενικό
- (καφές) καφές σε σκόνη ή κόκκους που παρασκευάζεται διαλυόμενος σε νερό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
στιγμιαίος καφές
|