στεντορείως
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στεντορείως < στεντόρει(ος) (< αρχαία ελληνική Στεντόρειος) + -ως
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sten.doˈɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στε‐ντο‐ρεί‐ως
- τονικό παρώνυμο: στεντόρειος
Επίρρημα επεξεργασία
στεντορείως
- (λόγιο) με στεντόρεια φωνή
Πηγές επεξεργασία
- στεντόρειος, στεντορείως - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας