στειμμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαστειμμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του στειμμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του στειμμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του στειμμένος
στειμμένων