στένωση του οισοφάγου
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
στένωση του οισοφάγου θηλυκό
- (ιατρική): σύσφιξη του οισοφάγου που προκαλεί δυσφορία στην κατάποση, πρόκειται για καλοήθη πάθηση του πεπτικού συστήματος.
Μεταφράσεις επεξεργασία
στένωση του οισοφάγου
|