Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

σπασαρχίδων αρσενικό ή θηλυκό

  1. γενική πληθυντικού του σπασαρχίδας
  2. γενική πληθυντικού του σπασαρχίδω