σπέτλον
Ετυμολογία
επεξεργασία- σπέτλον < (άμεσο δάνειο) λατινική speculum
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπέτλον ουδέτερο
- καθρέφτης, κάτοπτρο
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Α', στίχ. 79 (78-80) @georgakas.lit.auth.gr
- οἱ τοῖχοι καταπίπτουσιν, ἐξεχερσώθη ὁ κῆπος,
κοσμήτης οὐκ ἀπέμεινεν, οὐ γύψος οὐδὲ σπέτλον
οὐδὲ ῥηγλὶν μαρμάρινον, οὐ συγκοπὴ μετρία·- Hans Eideneier (επιμ.), Πτωχοπρόδρομος, κριτική έκδοση, με σχέδια του Αλέκου Φασιανού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2012.
- οἱ τοῖχοι καταπίπτουσιν, ἐξεχερσώθη ὁ κῆπος,
- ※ 12ος αιώνας ⌘ Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Α', στίχ. 79 (78-80) @georgakas.lit.auth.gr
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- στην ελληνιστική κοινή: σπέκλον
Πηγές
επεξεργασία- σπέτλον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- Δημώδης Γραμματεία στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015. Από τον Διγενή Ακρίτη (12ος αιώνας) έως την πτώση της Κρήτης (1669)