Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σούρτα φέρτα < σούρ(ε) + τα & φέρ(ε) + τα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsuɾ.ta ˈfeɾ.ta/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σούρτα φέρτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία