Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σούδρα < σανσκριτική शूद्र (sûdrá)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σούδρα θηλυκό

  1. (ινδουισμός) η χαμηλότερη κάστα, η τέταρτη βάρνα
  2. (συνεκδοχικά) ο ινδουιστής που προέρχεται από αυτήν τη κάστα

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία