Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

σογκούν < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 将軍 (shōgun)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

σογκούν αρσενικό άκλιτο

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

Παράγωγες λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία