σογκούν
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σογκούν < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 将軍 (shōgun)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σογκούν αρσενικό άκλιτο
- (ιστορία) ανώτατος Ιάπωνας στρατιωτικός ηγέτης (από τον Η΄ μέχρι τον ΙΘ΄ αι.)
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- σογκούν στη Βικιπαίδεια
Επεξεργασία
- σογκουνάτο: η επικράτεια ενός σογκούν