Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σναϊπάρω < σνάιπ + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική snipe

  Ρήμα επεξεργασία

σναϊπάρω, αόρ.: σναϊπάρισα/σνάιπαρα (χωρίς παθητική φωνή)

Κλίση επεξεργασία

  • Δεύτεροι τύποι του αορίστου όπως ο παρατατικός: σνάιπαρα
  • Δεύτερος εξαρτημένος τύπος: σναϊπάρω

  Μεταφράσεις επεξεργασία