σναϊπάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σναϊπάρω < σνάιπ + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική snipe
Ρήμα επεξεργασία
σναϊπάρω, αόρ.: σναϊπάρισα/σνάιπαρα (χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σναϊπάρω | σνάιπαρα | θα σναϊπάρω | να σναϊπάρω | σναϊπάροντας | |
β' ενικ. | σναϊπάρεις | σνάιπαρες | θα σναϊπάρεις | να σναϊπάρεις | σνάιπαρε | |
γ' ενικ. | σναϊπάρει | σνάιπαρε | θα σναϊπάρει | να σναϊπάρει | ||
α' πληθ. | σναϊπάρουμε | σναϊπάραμε | θα σναϊπάρουμε | να σναϊπάρουμε | ||
β' πληθ. | σναϊπάρετε | σναϊπάρατε | θα σναϊπάρετε | να σναϊπάρετε | σναϊπάρετε | |
γ' πληθ. | σναϊπάρουν(ε) | σνάιπαραν σναϊπάραν(ε) |
θα σναϊπάρουν(ε) | να σναϊπάρουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σναϊπάρισα | θα σναϊπαρίσω | να σναϊπαρίσω | σναϊπαρίσει | ||
β' ενικ. | σναϊπάρισες | θα σναϊπαρίσεις | να σναϊπαρίσεις | σναϊπάρισε | ||
γ' ενικ. | σναϊπάρισε | θα σναϊπαρίσει | να σναϊπαρίσει | |||
α' πληθ. | σναϊπαρίσαμε | θα σναϊπαρίσουμε | να σναϊπαρίσουμε | |||
β' πληθ. | σναϊπαρίσατε | θα σναϊπαρίσετε | να σναϊπαρίσετε | σναϊπαρίστε | ||
γ' πληθ. | σναϊπάρισαν σναϊπαρίσαν(ε) |
θα σναϊπαρίσουν(ε) | να σναϊπαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σναϊπαρίσει | είχα σναϊπαρίσει | θα έχω σναϊπαρίσει | να έχω σναϊπαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σναϊπαρίσει | είχες σναϊπαρίσει | θα έχεις σναϊπαρίσει | να έχεις σναϊπαρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σναϊπαρίσει | είχε σναϊπαρίσει | θα έχει σναϊπαρίσει | να έχει σναϊπαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σναϊπαρίσει | είχαμε σναϊπαρίσει | θα έχουμε σναϊπαρίσει | να έχουμε σναϊπαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σναϊπαρίσει | είχατε σναϊπαρίσει | θα έχετε σναϊπαρίσει | να έχετε σναϊπαρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σναϊπαρίσει | είχαν σναϊπαρίσει | θα έχουν σναϊπαρίσει | να έχουν σναϊπαρίσει |
|