Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
χοιρινό σνίτσελ με πατάτες τηγανητές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σνίτσελ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Schnitzel

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σνίτσελ ουδέτερο άκλιτο

  • (γαστρονομία) κρέας σε λεπτές φέτες που τηγανίζονται, αφού προηγουμένως βουτηχθούν σε αβγό και φρυγανιά
     συνώνυμα: περιφρυγανισμένο κρέας

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία