σνίτσελ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σνίτσελ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Schnitzel
Ουσιαστικό επεξεργασία
σνίτσελ ουδέτερο άκλιτο
- (γαστρονομία) κρέας σε λεπτές φέτες που τηγανίζονται, αφού προηγουμένως βουτηχθούν σε αβγό και φρυγανιά
- ≈ συνώνυμα: περιφρυγανισμένο κρέας
Δείτε επίσης επεξεργασία
- σνίτσελ στη Βικιπαίδεια