σμαράγδινων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασμαράγδινων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του σμαράγδινος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του σμαράγδινος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σμαράγδινος
σμαράγδινων