σκοτοδινιώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκοτοδινιώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σκοτοδινιῶ, συνηρημένος τύπος του σκοτοδινιάω
Ρήμα επεξεργασία
σκοτοδινιώ, -άς, -ά (χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκοτοδινιώ
|
Πηγές επεξεργασία
- «σκοτοδίνη, σκοτοδινιώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)