Ετυμολογία

επεξεργασία
σκεβρώνω < πιθανές εκδοχές:

σκεβρώνω (και σκευρώνω)

  1. (για ξύλα) παραμορφώνομαι, καμπυλώνομαι, λόγω του χρόνου και της υγρασίας
    η πόρτα έχει σκεβρώσει και δεν κλείνει καλά
  2. (μεταφορικά)(για ανθρώπους) καμπουριάζω ή έχω μειωμένη κινητικότητα λόγω αρρώστιας, ηλικίας ή καθιστικής ζωής

Συγγενικά

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία