Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκεβρώνω < πιθανές εκδοχές:

  Ρήμα επεξεργασία

σκεβρώνω (και σκευρώνω)

  1. (για ξύλα) παραμορφώνομαι, καμπυλώνομαι, λόγω του χρόνου και της υγρασίας
    η πόρτα έχει σκεβρώσει και δεν κλείνει καλά
  2. (μεταφορικά)(για ανθρώπους) καμπουριάζω ή έχω μειωμένη κινητικότητα λόγω αρρώστιας, ηλικίας ή καθιστικής ζωής

Συγγενικά επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία