σκεβρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκεβρώνω < πιθανές εκδοχές:
Ρήμα
επεξεργασίασκεβρώνω (και σκευρώνω)
- (για ξύλα) παραμορφώνομαι, καμπυλώνομαι, λόγω του χρόνου και της υγρασίας
- η πόρτα έχει σκεβρώσει και δεν κλείνει καλά
- (μεταφορικά)(για ανθρώπους) καμπουριάζω ή έχω μειωμένη κινητικότητα λόγω αρρώστιας, ηλικίας ή καθιστικής ζωής
Συγγενικά
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκεβρώνω | σκέβρωνα | θα σκεβρώνω | να σκεβρώνω | σκεβρώνοντας | |
β' ενικ. | σκεβρώνεις | σκέβρωνες | θα σκεβρώνεις | να σκεβρώνεις | σκέβρωνε | |
γ' ενικ. | σκεβρώνει | σκέβρωνε | θα σκεβρώνει | να σκεβρώνει | ||
α' πληθ. | σκεβρώνουμε | σκεβρώναμε | θα σκεβρώνουμε | να σκεβρώνουμε | ||
β' πληθ. | σκεβρώνετε | σκεβρώνατε | θα σκεβρώνετε | να σκεβρώνετε | σκεβρώνετε | |
γ' πληθ. | σκεβρώνουν(ε) | σκέβρωναν σκεβρώναν(ε) |
θα σκεβρώνουν(ε) | να σκεβρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκέβρωσα | θα σκεβρώσω | να σκεβρώσω | σκεβρώσει | ||
β' ενικ. | σκέβρωσες | θα σκεβρώσεις | να σκεβρώσεις | σκέβρωσε | ||
γ' ενικ. | σκέβρωσε | θα σκεβρώσει | να σκεβρώσει | |||
α' πληθ. | σκεβρώσαμε | θα σκεβρώσουμε | να σκεβρώσουμε | |||
β' πληθ. | σκεβρώσατε | θα σκεβρώσετε | να σκεβρώσετε | σκεβρώστε | ||
γ' πληθ. | σκέβρωσαν σκεβρώσαν(ε) |
θα σκεβρώσουν(ε) | να σκεβρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σκεβρώσει | είχα σκεβρώσει | θα έχω σκεβρώσει | να έχω σκεβρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις σκεβρώσει | είχες σκεβρώσει | θα έχεις σκεβρώσει | να έχεις σκεβρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει σκεβρώσει | είχε σκεβρώσει | θα έχει σκεβρώσει | να έχει σκεβρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σκεβρώσει | είχαμε σκεβρώσει | θα έχουμε σκεβρώσει | να έχουμε σκεβρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε σκεβρώσει | είχατε σκεβρώσει | θα έχετε σκεβρώσει | να έχετε σκεβρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σκεβρώσει | είχαν σκεβρώσει | θα έχουν σκεβρώσει | να έχουν σκεβρώσει |
|