Ετυμολογία

επεξεργασία
σκαντζάρω < σκάντζα

σκαντζάρω

  1. (ναυτικός όρος): αλλάζω, αντικαθιστώ
    σκαντζάρω βάρδια (= αναλαμβάνω ή παραδίδω βάρδια), θα σκαντζάρω τον ναύτη στο τιμόνι για να πάει να ξυπνήσει τον ασυρματιστή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία