σκαντζάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκαντζάρω < σκάντζα
Ρήμα επεξεργασία
σκαντζάρω
- (ναυτικός όρος): αλλάζω, αντικαθιστώ
- σκαντζάρω βάρδια (= αναλαμβάνω ή παραδίδω βάρδια), θα σκαντζάρω τον ναύτη στο τιμόνι για να πάει να ξυπνήσει τον ασυρματιστή
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκαντζάρω
|