σκανταγιάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκανταγιάρω < σκαντάρι(ο) + -άρω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /skan.daˈʝa.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκα‐ντα‐γιά‐ρω
Ρήμα
επεξεργασίασκανταγιάρω, πρτ.: σκανταγιάριζα, αόρ.: σκανταγιάρισα (χωρίς παθητική φωνή)
- μετρώ το βάθος της θάλασσας ή εξετάζω το βυθό με σκαντάγιο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκανταγιάρω | σκανταγιάριζα | θα σκανταγιάρω | να σκανταγιάρω | σκανταγιάροντας | |
β' ενικ. | σκανταγιάρεις | σκανταγιάριζες | θα σκανταγιάρεις | να σκανταγιάρεις | σκανταγιάριζε | |
γ' ενικ. | σκανταγιάρει | σκανταγιάριζε | θα σκανταγιάρει | να σκανταγιάρει | ||
α' πληθ. | σκανταγιάρουμε | σκανταγιάραμε | θα σκανταγιάρουμε | να σκανταγιάρουμε | ||
β' πληθ. | σκανταγιάρετε | σκανταγιάρατε | θα σκανταγιάρετε | να σκανταγιάρετε | σκανταγιάρετε | |
γ' πληθ. | σκανταγιάρουν(ε) | σκανταγιάριζαν σκανταγιάραν(ε) |
θα σκανταγιάρουν(ε) | να σκανταγιάρουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκανταγιάρισα | θα σκανταγιαρίσω | να σκανταγιαρίσω | σκανταγιαρίσει | ||
β' ενικ. | σκανταγιάρισες | θα σκανταγιαρίσεις | να σκανταγιαρίσεις | σκανταγιάρισε | ||
γ' ενικ. | σκανταγιάρισε | θα σκανταγιαρίσει | να σκανταγιαρίσει | |||
α' πληθ. | σκανταγιαρίσαμε | θα σκανταγιαρίσουμε | να σκανταγιαρίσουμε | |||
β' πληθ. | σκανταγιαρίσατε | θα σκανταγιαρίσετε | να σκανταγιαρίσετε | σκανταγιαρίστε | ||
γ' πληθ. | σκανταγιάρισαν σκανταγιαρίσαν(ε) |
θα σκανταγιαρίσουν(ε) | να σκανταγιαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σκανταγιαρίσει | είχα σκανταγιαρίσει | θα έχω σκανταγιαρίσει | να έχω σκανταγιαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σκανταγιαρίσει | είχες σκανταγιαρίσει | θα έχεις σκανταγιαρίσει | να έχεις σκανταγιαρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σκανταγιαρίσει | είχε σκανταγιαρίσει | θα έχει σκανταγιαρίσει | να έχει σκανταγιαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σκανταγιαρίσει | είχαμε σκανταγιαρίσει | θα έχουμε σκανταγιαρίσει | να έχουμε σκανταγιαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σκανταγιαρίσει | είχατε σκανταγιαρίσει | θα έχετε σκανταγιαρίσει | να έχετε σκανταγιαρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σκανταγιαρίσει | είχαν σκανταγιαρίσει | θα έχουν σκανταγιαρίσει | να έχουν σκανταγιαρίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)