Ετυμολογία

επεξεργασία
σκανδαλίζω < (ελληνιστική κοινήσκανδαλίζω < σκάνδαλον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *skand-

σκανδαλίζω (παθητική φωνή: σκανδαλίζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία