σκανδαλίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκανδαλίζω < (ελληνιστική κοινή) σκανδαλίζω < σκάνδαλον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *skand-
Ρήμα
επεξεργασίασκανδαλίζω (παθητική φωνή: σκανδαλίζομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σκάνδαλο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σκανδαλίζω | σκανδάλιζα | θα σκανδαλίζω | να σκανδαλίζω | σκανδαλίζοντας | |
β' ενικ. | σκανδαλίζεις | σκανδάλιζες | θα σκανδαλίζεις | να σκανδαλίζεις | σκανδάλιζε | |
γ' ενικ. | σκανδαλίζει | σκανδάλιζε | θα σκανδαλίζει | να σκανδαλίζει | ||
α' πληθ. | σκανδαλίζουμε | σκανδαλίζαμε | θα σκανδαλίζουμε | να σκανδαλίζουμε | ||
β' πληθ. | σκανδαλίζετε | σκανδαλίζατε | θα σκανδαλίζετε | να σκανδαλίζετε | σκανδαλίζετε | |
γ' πληθ. | σκανδαλίζουν(ε) | σκανδάλιζαν σκανδαλίζαν(ε) |
θα σκανδαλίζουν(ε) | να σκανδαλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σκανδάλισα | θα σκανδαλίσω | να σκανδαλίσω | σκανδαλίσει | ||
β' ενικ. | σκανδάλισες | θα σκανδαλίσεις | να σκανδαλίσεις | σκανδάλισε | ||
γ' ενικ. | σκανδάλισε | θα σκανδαλίσει | να σκανδαλίσει | |||
α' πληθ. | σκανδαλίσαμε | θα σκανδαλίσουμε | να σκανδαλίσουμε | |||
β' πληθ. | σκανδαλίσατε | θα σκανδαλίσετε | να σκανδαλίσετε | σκανδαλίστε | ||
γ' πληθ. | σκανδάλισαν σκανδαλίσαν(ε) |
θα σκανδαλίσουν(ε) | να σκανδαλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σκανδαλίσει | είχα σκανδαλίσει | θα έχω σκανδαλίσει | να έχω σκανδαλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σκανδαλίσει | είχες σκανδαλίσει | θα έχεις σκανδαλίσει | να έχεις σκανδαλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σκανδαλίσει | είχε σκανδαλίσει | θα έχει σκανδαλίσει | να έχει σκανδαλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σκανδαλίσει | είχαμε σκανδαλίσει | θα έχουμε σκανδαλίσει | να έχουμε σκανδαλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σκανδαλίσει | είχατε σκανδαλίσει | θα έχετε σκανδαλίσει | να έχετε σκανδαλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σκανδαλίσει | είχαν σκανδαλίσει | θα έχουν σκανδαλίσει | να έχουν σκανδαλίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκανδαλίζω